Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως
- Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως
- Σύλλογος που ιδρύθηκε το 1861 από τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης με σκοπό την καλλιέργεια των γραμμάτων. Ανέπτυξε πλούσια δράση, έχτισε μεγαλοπρεπές οικοδόμημα (1873), ίδρυσε οργανοθήκη, βιβλιοθήκη και αναγνωστήριο και επιδίωξε να συνδεθεί με όλα τα ελληνικά σχολεία της Oθωμανικής αυτοκρατορίας. Ίδρυσε και συντηρούσε πολλά σχολεία, συγκροτούσε βιβλιοθήκες, φρόντιζε για τη μόρφωση δασκάλων, έστελνε βιβλία και γενικά έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και τη διατήρηση του εθνικού φρονήματος στα Eλληνόπουλα που βρίσκονταν κάτω από τον τουρκικό ζυγό. Ταυτόχρονα φρόντιζε και για την έκδοση περιοδικού, που κυκλοφορούσε κάθε δίμηνο. Μετά τη Mικρασιατική καταστροφή η βιβλιοθήκη του κατασχέθηκε και απαγορεύτηκε η λειτουργία του.
Dictionary of Greek.
2013.
Look at other dictionaries:
αναρριχητικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την αναρρίχηση 2. αυτός που αναρριχάται. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναρρίχησις ( η). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό σύγγραμμα Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
εορτοδρομικός — ή, ό αυτός που περιλαμβάνεται στο εορτοδρόμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
μικρόφωνος — η, ο (Α μικρόφωνος, ον) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το μικρόφωνο τεχνολ. συσκευή που μετατρέπει την ηχητική ενέργεια σε ηλεκτρική και αποτελεί βασικό συστατικό στοιχείο τών σύγχρονων συστημάτων εγγραφής και αναπαραγωγής τού ήχου αρχ. 1. αυτός που… … Dictionary of Greek
μονοθεϊστικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον μονοθεϊσμό ή στον μονοθεϊστή. επίρρ... μονοθεϊστικώς, ά με μονοθεϊστικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μονοθεϊστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
ονισκοειδή — τα ζωολ. υπόταξη καρκινοειδών ισοπόδων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oniscoidea (< ὀνίσκος + ειδής*). Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
πανσπερμιστής — ο, θηλ. πανσπερμίστρια οπαδός τής θεωρίας τού πανσπερμισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανσπερμισμός + ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. πανσπερμισταί, μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
παρεμβολέας — ο ηλεκτρικός μεταγωγέας που χρησιμοποιείται κατά την φόρτιση ή εκφόρτιση συστοιχίας συσσωρευτών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρεμβάλλω. Η λ., στον λόγιο τ. παρεμβολεύς, μαρτυρείται από το 1891 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
πελαστό(ν) — το μουσικό σημείο τής μελωδίας τών κρατημάτων και άλλων μελωδικών θέσεων τής εκκλησιαστικής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πελάζω. Ο τ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek
πρωταρχικός — ή, ό, Ν 1. ο πρώτος και αρχικός, πρώτος πρώτος, πρώτιστος («πρωταρχικό σου καθήκον είναι να ξεκαθαρίσεις τη θέση σου απέναντί του») 2. βασικός, θεμελιώδης, ουσιαστικός («η συμμετοχή του στο συμβούλιο είναι πρωταρχικής σημασίας») 3. φρ. α)… … Dictionary of Greek
σαρκόρ(ρ)αμφος — ο, Ν ζωολ. γένος ασιατικού γύπα με τεράστιο μαύρο ράμφος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. sarcoramphus (< σάρξ, σαρκός + ράμφος). Η λ. μαρτυρείται από το 1863 στο περιοδικό Ελληνικός Φιλολογικός Σύλλογος Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek